σμίλευση

σμίλευση
η / σμίλευσις, -εύσεως, ΝΜΑ [σμιλεύω]
κατεργασία αντικειμένου με σμίλη, λάξευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σμίλευση — η σκάλισμα, λάξεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευτυκής — εὐτυκής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὐτυχές εὐεργές, εὐχερές, εὐποίητον, ῥᾴδιον». επίρρ... εὐτυκῶς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ῥᾳδίως». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τύκος (ο) «τσεκούρι, όργανο για σμίλευση»] …   Dictionary of Greek

  • κανθαρίας — ὁ (Α) [κάνθαρος] πολύτιμος λίθος στον οποίο έχει δοθεί με σμίλευση μορφή σκαραβαίου …   Dictionary of Greek

  • καταξυσμός — καταξυσμός, ὁ (Α) [καταξύω] το πολύ ξύσιμο, σμίλευση, λάξευση, τορνευμένη κατασκευή …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • κολαπτήρας — ο (Α κολαπτήρ, ῆρος) σιδερένιο εργαλείο τών γλυπτών με το οποίο γίνεται η σμίλευση, τού μαρμάρου, γλυφίδα, γλύφανο, σμίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολάπτω + επίθημα τήρ / τῆρος (πρβλ. καθαρ τήρ, καλυπ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • σμίλευμα — το, ΝΜΑ, και σμίλεμα Ν [σμιλεύω] αντικείμενο που κατασκευάστηκε με σμίλευση («σκινδαλάμων τε παραξόνια, σμιλεύματα τ ἔργων», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • σμιλεία — ἡ, Α [σμιλεύω] σμίλευση …   Dictionary of Greek

  • τορεύω — ΝΑ 1. κατασκευάζω με σμίλευση, εγγλυφή η σφυρηλάτηση ανάγλυφα ή έκτυπα σχήματα, κυρίως σε μέταλλο και σπανιότερα σε άλλο υλικό (α. «εὐφυᾱ ἐν τῷ τορεύειν καὶ λεπτουργεῑν», Πλούτ. β. «τορεύειν σίδηρον», Στράβ.) 2. λεπτουργώ, φιλοτεχνώ λεπτουργήματα …   Dictionary of Greek

  • αιολική διάβρωση — Η διαβρωτική ενέργεια που αναπτύσσουν οι άνεμοι κατά την κίνησή τους πάνω στην επιφάνεια της Γης, τροποποιώντας έτσι την εξωτερική μορφή των διάφορων εμφανίσεων των πετρωμάτων, κυρίως στις ερημικές θερμές περιοχές και σε μικρότερη κλίμακα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”